τυχοδιώκτης

τυχοδιώκτης
[тиходьёктикос] всвстретившийся, попавшийся. ουσ. а. искатель приключений, τύψη [типси] ουσ. Θ. угрызения авантюрист. совести,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τυχοδιώκτης" в других словарях:

  • τυχοδιώκτης — και τυχοδιώχτης, θηλ. τυχοδιώκτρια και τυχοδιώχτρια, και λόγιος τ. τυχοδιώκτις, ιδος, Ν 1. αυτός που επιζητεί την επιτυχία και, ιδίως, τον πλούτο με κάθε μέσο, χωρίς ηθικές δεσμεύσεις 2. αριβίστας 3. απατεώνας, παλιάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη +… …   Dictionary of Greek

  • τυχοδιώκτης — ο θηλ. τρια 1. που κυνηγάει την τύχη και το γρήγορο πλουτισμό και γι αυτό ριψοκινδυνεύει σε αβέβαιες και επικίνδυνες επιχειρήσεις. 2. απατεώνας, παλιάνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καζανόβα, Τζοβάνι Τζάκομο — (Giovanni Giacomo Casanova, Βενετία 1725 – Πύργος του Ντούχτσοφ, Βοημία 1798). Ιταλός συγγραφέας και τυχοδιώκτης. Γιος ηθοποιού, άρχισε να σπουδάζει στην ιερατική σχολή της Βενετίας, απ’ όπου τον απέβαλαν όμως εξαιτίας ενός σκανδάλου, αφού ήδη… …   Dictionary of Greek

  • τυχοδιωκτισμός — ο, Ν το να ζει κανείς ως τυχοδιώκτης, το να έχει τη συμπεριφορά και τη νοοτροπία τυχοδιώκτη 2. (κατ επέκτ.) επικίνδυνη και ανεύθυνη ενέργεια, επικίνδυνη περιπέτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυχοδιώκτης + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • Ανδρίσκος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός (3ος ή 2ος αι. π.Χ.). Έγραψε τα Ναξιακά, ιστορία της Νάξου. 2. Α. ο Αδραμυττηνός (2ος αι. π.Χ.). Τυχοδιώκτης που παρουσιάστηκε ως γιος του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα και της Λαοδίκης.… …   Dictionary of Greek

  • Ναβουχοδονόσορ — Όνομα βασιλιάδων της Βαβυλωνίας. Οι σημαντικότεροι είναι: 1. Ν. ο A’ (1120 – 1105 π.Χ.). Φαίνεται πως είχε πάρει τη βασιλεία από τις ελαμιτικές δυναστείες. 2. Ν. ο B’ (7ος αι. π.Χ.) Βαβυλώνιος βασιλιάς (604 562), γιος του Ναβοπολάσαρ (625 605 π.Χ …   Dictionary of Greek

  • αλήτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Οικιστής της Κορίνθου, αρχηγός των Δωριέων που κατέλαβαν την πόλη από τους Σισυφίδες, και κατά μία παράδοση απόγονος των Φοινίκων μυθικών ηρώων που ονομάζονταν Τιτάνες ή Αλήται. Ήταν γιος του Ιππότη, τρισέγγονου του …   Dictionary of Greek

  • απελάτης — Στη βυζαντινή εποχήα. ονομαζόταν ο ζωοκλέφτης, ο τυχοδιώκτης και ο ληστής στις ακριτικές περιοχές του βυζαντινού κράτους. Άλλες εκδοχές τον παρουσιάζουν ως κάτι ανάλογο με τον κλέφτη κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ή τον ληστοϊππότη της Δύσης… …   Dictionary of Greek

  • πικαρέσκ — το, Ν άκλ. φρ. «μυθιστόρημα πικαρέσκ» είδος επεισοδιώδους μυθιστορήματος με θέμα τις περιπέτειες ενός ήρωα κατώτερης κοινωνικής τάξης, τής μεσαιωνικής και αναγεννησιακής περιόδου, ιδίως αλήτη, υπηρέτη ή νόθου, στη διάρκεια τών οποίων αυτός… …   Dictionary of Greek

  • τυχοδιωκτικός — και τυχοδιωχτικός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυχοδιώκτη (α. «τυχοδιωκτικό πνεύμα» β. «τυχοδιωκτικός πόλεμος). επίρρ... τυχοδιωκτικώς και τυχοδιωκτικά με τυχοδιωκτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυχοδιώκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον… …   Dictionary of Greek

  • τυχοθήρας — ο, Ν τυχοδιώκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»